εὐρυχωρίας

εὐρυχωρίας
εὐρυχωρίᾱς , εὐρυχωρία
open space
fem acc pl
εὐρυχωρίᾱς , εὐρυχωρία
open space
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • Καστοριά — Πόλη (υψόμ. 700 μ., 14.813 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην ανατολική όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη στο δυτικό τμήμα της μικρής χερσονήσου… …   Dictionary of Greek

  • Μπραμάντε, Ντονάτο — (Donato Bramante, Φερμινιάνο, Ουρμπίνο 1444 – Ρώμη 1514). Ιταλός αρχιτέκτονας και ζωγράφος. Στην εποχή του η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη ώστε γρήγορα έγινε σχεδόν μύθος που διατηρήθηκε αναλλοίωτος για πολλούς αιώνες. Το έργο του αποτελεί βασικό… …   Dictionary of Greek

  • Πάξτον, Τζόζεφ — (Paxton, Sir Joseph, Γουόμπερν 1801 – Σάιντενχαμ 1865). Άγγλος αρχιτέκτονας. Ειδικεύθηκε από τα νεανικά του χρόνια στη σχεδίαση κήπων· εμπνεόμενος από τα γαλλικά θερμοκήπια από σίδερο και γυαλί, εφάρμοσε τις αρχές τους σε ανάλογες αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”